Οικονομική σημασία καπνού

H OIKONOMIKH σημασία του καπνού,ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα το πρώτο ή δεύτερο σε αξία αγροτικό εξαγωγικό προϊόν της Eλλάδας, είναι αναμισβήτητη. H συμβολή των εξαγωγών καπνού στο ισοζ­ύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας αυξήθηκε δραστικά μετά το1912–13,όταν με τα απελευθερωθέντα εδάφη εντάχθηκαν στον εθνικό κορμό η Mακεδνία και η Θράκη.Aπό τη δεκαετία του ’60, η συμβολή αυτή μειώνεται δραστικά: 3% την περίοδο 1880–1910, 19% 1910–20,48% 1920–40, 40% 1945–60, 29% 1960–70, 8% 1970–80 και 4% 1991–95.O καπνός αποτελεί ιδιαίτερα προσοδοφόρα καλλιέργεια, που αποκτά ιδιαίτερη σημασία εάν λάβουμε υπόψη μας ότι χρησιμοποιεί εδάφη στα οποία δεν μπορούν να καλλιεργη-θούν άλλα προϊόντα. Εξάλλου, με την καλλιέργεια και την επεξεργασία του καπνού ασχολούνται πολλοί εργα­ζόμενοι, ακόμη και σήμερα που η σημασία του έχει μειωθεί δραστικά. Συγκεκριμένα, τ 1995 απασχολούνταν 70.000 αγρότες –10% συνόλου και 10.000 εργα­ζόμενοι στην καπνοεργασία και στη βιομηχανία καπνού.Tέλος, η φορολόγηση των προϊοντων καπνού είναι βασική πηγή εσόδων, διότι απότελεί το 10% των έμμεσων φόρων και το 5,7% των κρατικών εσόδων. O καπνός είναι σημαντικός και για άλλους λόγους. Για παράδειγμα, το καπνεμπορικό κεφάλαιο –μαζ­ί με το εφοπλιστικο– ήταν ήδη διεθνοποιημένο από τον 19ο αιώνα,πράγμα που συνέβη σε άλλους  τομείς μόνο μετά το πρόσφατο άνοιγμα στα Bαλκάνια. Eπίσης, γύρω από τον καπνό δημιουργήθηκαν «αυτόματα» ‑οι μηχανικές συγκεντρώσεις (industrial districts) και δίκτυα επιχειρήσεων (clusters), τα «καπνοχώρια» και οι «καπνουπολεις», που βοήθησαν στην ανάπτυξη, αλλά δυστυχώς σε κάποια χρονική στιγμή διαλύθηκαν. Aξίζ­ει να σημειωθεί ότι η δημιουργία βιομηχανικών συγκεντρώσεων και δικτύων επιχειρήσεων αποτελούν σήμερα την αιχμή του δόρατος της βιομηχανικής πολιτικής τόσο της Eλλάδας όσο και της E.E. Στα «καπνοχώρια» υπήρξε εξειδίκευση στον καπνό (συνεταιρισμοί, δίκτυα πώλησης κ.λπ.), γεγονός που δημιουργού-σε συγκριτικά πλεονεκτήματα για την ανάπτυξη της παραγωγής του.Όσο για τις «καπνουπόλεις», η οικονομία τους εξαρτιόταν απ’ τη λειτουργία των καπνομάγα­ζων, τόσο διότι σε αυτά απασχολούνταν ένα σημαντικό μέρος του οικονομικά ενεργού πληθυσμού τους, όσο και επειδή τα καπνομάγαζ­α συνδέονταν και με άλλες οικονομικές δραστηριότητες. H ύπαρξη κατάλληλης υλικής υποδομής (π.χ. καπνομάγα­ζα), ανθρώπινου δυναμικού (π.χ. καπνέμποριο και καπνεργάτες) και υπηρεσιών(π.χ. εταιρίες μεταφορών και μηχανικού εξοπλισμού που ήταν ειδικευμένες στην καπνεργασία) ήταν καθοριστική. Tέλος, είναι εξαιρετικής σημασίας και η ιστορία του καπνεργατικού κινήματος, που υπήρξε για μεγάλο διάστημα και μέχρι τη δεκαετία του 1950 από τα πιο ισχυρά.

 

Ιστορια καπνοβιομηχανιας

* Η πρώτη μηχανή

Το 1888 ο Γιώργος και ο Ευστάθιος Καρέλιας ιδρύουν στην Καλαμάτα μια μικρή καπνεμπορική επιχείρηση, προμηθεύοντας την πόλη και τα γύρω χωριά. «Ολα ξεκίνησαν από μια μικρή βιοτεχνία καπνού, ένα κοφτήριο, που πωλούσε κομμένο καπνό σε σακκούλες στην τοπική αγορά, όταν τοιομηχανοποιημένο τσιγάρο ήταν ένα είδος ακόμη άγνωστο στην Ελλάδα. Η μικρή οικογενειακή βιοτεχνία επεκτάθηκε σταδιακά και στο "παραγωγικό της δυναμικό" προστέθηκαν ορισμένες εργάτριες που έφτιαχναν χειροποίητα τσιγάρα. Παράλληλα η δεύτερη γενιά της οικογένειας Καρέλια, τα τέσσερα παιδιά του Γιώργου Καρέλια,ενίσχυσαν την οικογενειακή επιχείρηση» (CD-ROM «Ελληνική Βιομηχανία και Οικονομία»). 
«Ο καπνός ­ καθώς η Μεσσηνία δεν είναι καπνοπαραγωγική περιοχή ­ έρχεται με καΐκια από το Αγρίνιο και τη Λαμία. Ο Γ. Καρέλιας απέκτησε οκτώ παιδιά, τέσσερις γιους και τέσσερα κορίτσια. Αργότερα οι γιοι του Ανδρέας, Κωνσταντίνος, Ιωάννης και Ευστάθιος ασχολούνται με την επιχείρηση. Το 1916 ο γιος του Ανδρέας Καρέλιας αγοράζει την πρώτη σιγαροποιητική μηχανή» («Ιστορία του Ελληνικού Τσιγάρου», Ελληνικό Λογοτεχνικό Ιστορικό Αρχείο, 1997). Το πρώτο της τσιγάρο μάλιστα έχει έντονα «τοπικά χαρακτηριστικά»: φέρει την επωνυμία «Πετρόμπεης Σιγαρέτα Αφοί Καρέλια».
 

 

 Ραγδαία εξέλιξη 
  

Ως το 1930 η εταιρεία έχει κατορθώσει να γίνει γνωστή στην περιοχή της Πελοποννήσου αλλά όχι και στην υπόλοιπη ελληνική αγορά. Την περίοδο του Μεσοπολέμου ο κλάδος της καπνοβιομηχανίας γνωρίζει εντυπωσιακή ανάπτυξη. Ο κ. Ξ. Ζολώτας γράφει: «Εν εκ των κυριωτέρων εξαγωγικών προϊόντων της ελληνικής γεωργίας είναι ο καπνός, του οποίου η ετησία παραγωγή ανέρχεται, κατά μέσον όρον, εις 30-40 χιλιάδες τόνους. Εκ τούτων η εγχώριος βιομηχανία σιγαρέτων και καπνού χρησιμοποιεί περί τας 5-6 χιλιάδες τόνους» («Η Ελλάς εις το στάδιον της εκβιομηχανίσεως», Αθήναι, 1926). Στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι στην ελληνική αγορά λειτουργούν περίπου 167σιγαροποιητικές μηχανές. Την ίδια περίοδο στον κλάδο της καπνοβιομηχανίας λειτουργούν 13 ανώνυμες εταιρείες (Α. Αγγελόπουλος, «Αι ανώνυμαι εταιρείαι εν Ελλάδι», Αθήνα, 1928).

Το 1929 η εταιρεία Καρέλιας κατορθώνει να αναδειχθεί στην 29η θέση των ελληνικών βιομηχανιών. Το 1932 βρέθηκε στην ένατη θέση μεταξύ των 164 καπνοβιομηχανιών επεξεργαζόμενη 131.105 κιλά καπνού και τον επόμενο χρόνο, το 1933, διατηρήθηκε στην ίδια θέση, μεταξύ όμως των 140 καπνοβιομηχανιών, ενώ φαίνεται ότι κέρδισε μερίδιο στην αγορά, αφού επεξεργάστηκε 136.788 κιλά καπνού (Ι. Σερραίος, «Περί της Εισαγωγής Μονοπωλίου Καπνού εν Ελλάδι», Αθήνα, 1934). 
Τα επόμενα χρόνια είναι ανοδικά για την εταιρεία. Το 1934 λανσάρει τα «Εξτρα Καρέλια» από καπνά Αγρινίου. «Αι Καλάμαι κατέχουν πράγματι μίαν πολύ καλή θέσιν εις την Ελληνικήν βιομηχανίαν»(«Μεσσηνιακό Ημερολόγιο», 1938). Και σίγουρα η προαναφερόμενη εκτίμηση αφορά άμεσα τη συγκεκριμένη καπνοβιομηχανία, που πλέον έχει αναδειχθεί σε ισχυρή βιομηχανική επιχείρηση, και την οικογένεια Καρέλια, που αποτελεί πλέον σημαντικό οικονομικό παράγοντα της περιοχής. 
Η δεκαετία όμως που τη φέρνει δυναμικά στο προσκήνιο της ελληνικής αγοράς του τσιγάρου είναι η δεκαετία του 1950. Λίγο πριν, το 1947, προωθεί τα τσιγάρα «Αφοί Καρέλια», λαϊκά τσιγάρα σε πακέτο των 100, τα «Σέρτικα Λαμίας» ­ με το περίφημο κόκκινο πακέτο που «καπνίσθηκε κατά κόρον από τις λαϊκές μάζες και τους πελοποννήσιους αγρότες. Θεωρήθηκε το καλύτερο σέρτικο τσιγάρο της εποχής του» ­ και τα «Αφοί Καρέλια Αγρινίου». 

 

Οικονομικες επιπτωσεις καπνισματος 

Οι οικονομικές επιπτώσεις του καπνίσματος είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα διότι ο Ελληνικός  λαός λατρεύει το καπνό, συνήθεια που τους κατατάσσει στις πρώτες θέσεις καπνιστών στον ανεπτυγμένο κόσμο .Το κάπνισμα έχει σημαντικό κόστος στην εθνική οικονομία, καθώς οι σοβαρές και συχνά ανίατες ασθένειες που προκαλεί επιβαρύνουν το εθνικό Σύστημα Υγείας .Εφόσον η Ελλάδα κατέχει υψηλά ποσοστά καπνίσματος σε παγκόσμια κλίμακα, τα κόστη αυτά θα αυξάνονται εκθετικά τα προσεχή έτη .Σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγείας το κάπνισμα ευθύνεται για 700.000 ημέρες νοσηλείας στο εθνικό Σύστημα Υγείας και οι ασθένειες που προκαλεί κοστίζουν στο κοινωνικό κράτος 2,14 δις. Ευρώ ετησίως ( περίπου 1% του ΑΕΠ ) . Τα παραπάνω οικονομικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι το « Στρατηγικό Σχέδιο για τον έλεγχο του καπνίσματος στην Ελλάδα » αποτελεί μια πολύ σημαντική επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας, που θα οδηγήσει σε εξίσου σημαντικά αποτελέσματα .Η μείωση του αριθμού των καπνιστών στην Ελλάδα κατά  15% θα οδηγήσει, βραχύχρονα σε μείωση του μέσου κόστους περίθαλψης περίπου κατά 200 με 300  εκατομμύρια ευρώ ετησίως και θα προσφέρει μια πραγματική βοήθεια  στα οικονομικά του εθνικού Συστήματος Υγείας της χώρας μας .

Εκτός από τις οικονομικές επιπτώσεις του κράτους και ο ίδιος ο καπνιστής επιβαρύνεται οικονομικά για την αγορά των τσιγάρων .Για μια μέση κατανάλωση 20 τσιγάρων την ημέρα, ένας Έλληνας καπνιστής ξοδεύει περίπου 60 ευρώ το μήνα ή 720 ευρώ ετησίως .Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το κάπνισμα φτάνει να κοστίζει εώς  80 ευρώ κατά μέσο όρο το μήνα ή πάνω από 2,6 ευρώ την ημέρα .Το ποσό αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο για πολλούς καπνιστές που καπνίζουν περισσότερα από 20 τσιγάρα την ημέρα .Επομένως ένας μη καπνιστής εξοικονομεί πολλά χρήματα στα χρόνια καπνιστικής ζωής βοηθώντας την οικογένεια του .

 Παρότι οι Έλληνες συνεχίζουν να καπνίζουν , ο καπνός είναι μία καλλιέργεια υπό διωγμόν στη χώρα μας. Είναι ενδεικτική η δραματική μείωση που καταγράφηκε την τριετία 2005-2007 τόσο στις καλλιεργούμενες εκτάσεις καπνών στην Ελλάδα όσο και στην παραγωγή καπνού. Οι καλλιεργητές καπνού, που αποτελούσε άλλοτε τη ναυαρχίδα της ελληνικής γεωργίας, στρέφονται ταχύτατα σε άλλες καλλιέργειες, καθώς αυτός είναι ο δεδηλωμένος στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
Η μείωση της παραγωγής καπνού αποτελούσε, εξάλλου, βασικό πυλώνα της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ε.Ε., που τέθηκε σε εφαρμογή το 2006 και προέβλεπε την ολική αποδέσμευση των κοινοτικών ενισχύσεων από την καλλιέργεια καπνού. Τα αποτελέσματα ήταν άμεσα. 
Οι καλλιεργητές σε παραδοσιακές περιοχές, όπως η Ροδόπη, η Ξάνθη και η Πιερία, οδηγήθηκαν σε οικονομικό μαρασμό, ενώ από το 2013 θα καταργηθεί και η ευρωπαϊκή επιδότηση για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια, σύμφωνα με τη νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Ανάλογη είναι η πορεία και στο νομό Θεσσαλονίκης, με την παραγωγή καπνού να συρρικνώνεται δραματικά χρόνο με το χρόνο, από τους 2.200 τόνους το 2005 στους μόλις 150 τόνους σήμερα. 
Πολλοί καπνοπαραγωγοί εγκατέλειψαν την καλλιέργεια καπνού ήδη από το 2004-2005, για να ακολουθήσει το μεγάλο κύμα φυγής της περιόδου 2006-2007. 
Οι καπνοκαλλιεργητές (σχεδόν 55.000 το 2002), μειώνονται διαρκώς: από 51.312 το 2003, συρρικνώθηκαν σε 49.769 το 2004 και σε 36.459 το 2005. Σήμερα έχουν μειωθεί σε λιγότερους από 10.000. Κι ενώ ο αριθμός των καλλιεργητών μειώνεται, η μέση ηλικία τους ακολουθεί αντιστρόφως ανάλογη πορεία. Περίπου το 90% εξ αυτών υπολογίζεται ότι είναι σήμερα πάνω από 60-65 ετών, καθώς ο καπνός δεν "τραβάει" μικρότερες ηλικίες, που θεωρούν την καλλιέργεια "τελειωμένη". 
Ολόκληρες ποικιλίες καπνών που κάποτε ευδοκιμούσαν στα ελληνικά χωράφια έχουν πλέον εξαφανιστεί. Τα Virginia, για παράδειγμα, απέδιδαν μέχρι το 2005 περίπου 45 εκατ. κιλά. Τα Μαύρα-Τσεμπέλια, περίπου 15 εκατ. Τα Κ. Κουλάκ μέχρι πριν από τρία χρόνια έδιναν περίπου 10 εκατ. κιλά. Τα δε Berley, 11 εκατ., και οι υπόλοιπες ποικιλίες, μικρότερες ποσότητες. 
Στη Βόρεια Ελλάδα, οι περιοχές που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα είναι τα Γιαννιτσά-Κρύα Βρύση, όπου από 11 εκατ. κιλά καπνού φτάσαμε στο μηδέν, και ο Λαγκαδάς, που από 4 εκατ. κιλά έχει φτάσει σήμερα να μην έχει ούτε ένα φυτό καπνού ενώ και το 2008 η πτωτική τάση συνεχίστηκε. 

 Οικονομική κρίση και τσιγάρο

Στις μέρες μας ο κυριότερος λόγος όπου οι νέοι προσπαθούν να κόψουν το τσιγάρο είναι ο φόβος για την υγεία τους. Τον τελευταίο καιρό όμως η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει ακόμα και τους ίδιους, γιατί έχει γίνει εμπόδιο σε αυτή τους την συνήθεια.  Η εξοικονόμηση χρημάτων  αναφέρεται πλέον συχνότερα ως κίνητρο για τους νέους να κόψουν το κάπνισμα για λόγους οικονομίας. Αν σκεφτεί κανείς  πως ένας έφηβος παίρνει για χαρτζιλίκι 15 ευρώ την εβδομάδα και πως το ένα πακέτο κοστίζει 3 με 4 ευρώ  το οποίο χαλάει σε μια μέρα, τότε συμπεραίνουμε πως χαλάει  21 ευρώ την εβδομάδα . Συμφώνα  με αυτόν τον απλό υπολογισμό παρατηρούμε πως  τα 15 ευρώ δεν  του φτάνουν για να καλύψει αυτή του την συνήθεια .Έτσι λοιπόν αποφασίζει να το ελαττώσει ή ακόμα και να το κόψει έτσι ώστε να έχει λεφτά για άλλες δραστηριότητες μέσα στη εβδομάδα.
   Από την άλλη μεριά πολλοί νέοι βλέποντας τους γονείς τους να μην τα βγάζουν πέρα οικονομικά αγχώνονται και απορρίπτουν κάθε σκέψη διακοπής του. Το χειρότερο είναι πως εξαιτίας  του άγχους  έχουν  αρχίσει να καπνίζουν και παιδιά τα όποια  δεν είχαν έρθει ποτέ σε επαφή μαζί του. Ωστόσο υποστηρίζουν πως προτιμούν να θυσιάσουν κάτι άλλο παρά το κάπνισμα.